- πολυομβρία
- η выпадение большого количества осадков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυομβρία — πολυομβρίᾱ , πολυομβρία much rain fem nom/voc/acc dual πολυομβρίᾱ , πολυομβρία much rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομβρία — ἡ, ΜΑ [πολύομβρος] άφθονες βροχοπτώσεις … Dictionary of Greek
πολυομβρίας — πολυομβρίᾱς , πολυομβρία much rain fem acc pl πολυομβρίᾱς , πολυομβρία much rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομβρίαι — πολυομβρίᾱͅ , πολυομβρία much rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομβρίαν — πολυομβρίᾱν , πολυομβρία much rain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)